τσίλια — η (λ. ιταλ.) και συνήθ. πληθ. τσίλιες, οι 1. η σκοπιά, η θέση του φρουρού σε ύποπτες επιχειρήσεις ανθρώπων του υποκόσμου: Ο ένας έκλεβε κι ο άλλος κρατούσε τσίλιες. 2. ο αστυνομικός (στη γλώσσα των κακοποιών): Θα μπαίναμε απ το παράθυρο, αλλά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Verwaltungsgliederung von Lesbos — Die Gemeinde Lesvos (griechisch Δήμος Λέσβου) wurde auf Grund des Kallikratis Programms aus den dreizehn Vorgängergemeinden der griechischen Insel Lesvos zum, 1. Januar, 2011 gebildet. Sie umfasst die gesamte Insel, Verwaltungssitz ist die… … Deutsch Wikipedia
κλακαδόρος — ο εγκάθετος και συνήθως πληρωμένος θεατής που παίρνει μέρος στην κλάκα, μέλος τής κλάκας, αλλ. κλακέρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάκα + κατάλ. δόρος (< βεν. dore, πρβλ. κομπινα δόρος, τσιλια δόρος] … Dictionary of Greek
κουτσουλιά — και κοτσιλιά και κουτσιλιά, η το περίττωμα των πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κότ (τ)υνα (τα) «σκύβαλα» (< κόττος «πετεινός») ή, κατ άλλους, < κοτο τσιλιά «περίττωμα κότας»] … Dictionary of Greek
τσιλιαδόρος — ο, Ν αυτός που κρατάει τσίλιες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίλια + κατάλ. δόρος (πρβλ. σαλτα δόρος)] … Dictionary of Greek